διατάκτης

διατάκτης
ο распорядитель кредитов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διατάκτης" в других словарях:

  • διατάκτης — assigner of posts masc nom sg διατακτέω issue a decree imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάκτης — ο (AM διατάκτης) αυτός που διατάζει, εντολοδότης νεοελλ. δημόσιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο ή δημοσιολογική αρχή που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο αρχ. αυτός που επιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • διατακτής — και διαταχτής, ο 1. αυτός που δίνει διαταγές 2. διαθέτης …   Dictionary of Greek

  • διατάκται — διατάκτης assigner of posts masc nom/voc pl διατάκτᾱͅ , διατάκτης assigner of posts masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάκτην — διατάκτης assigner of posts masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατακτώ — διατακτῶ ( έω) (Α) [διατάκτης] εκδίδω διαταγή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»